- ιρανικός
- η , ό[ν] иранский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιρανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Ιράν και στην περιοχή του 2. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από το Ιράν 3. φρ. «ιρανικές γλώσσες» κλάδος τής ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰράν. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον… … Dictionary of Greek
Πάρθοι — Αρχαίος ιρανικός λαός, εγκατεστημένος από τους αρχαιότατους χρόνους στην περιοχή της νοτιοδυτικής Ασίας –που από αυτούς ονομάστηκε Παρθία– η οποία συνορεύει με την Υρκανία, τη Μηδία, την Καρμανία, την Αριανή και την περσική έρημο. Πολεμιστές… … Dictionary of Greek
Τατζίκοι — οι, Ν εθνολ. ο αρχικός ιρανικός πληθυσμός τού Αφγανιστάν και τού Τουρκεστάν … Dictionary of Greek